μεσοδρομής

μεσοδρομής
μεσοδρομίς επίρρ. на середине, посередине Дороги, улицы, шоссе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεσοδρομής" в других словарях:

  • μεσοδρομιάς — επίρρ. βλ. μεσοδρομής …   Dictionary of Greek

  • μεσόδρομα — επίρρ. (για αποστάσεις) στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου («εμπόδια βρήκε / που αναγυρνάει μεσόδρομα από φόβο», Καζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοδρομής κατά τα επίρρ. σε α] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»